- πλειστόμβροτος
- -ον, ΜΑ(ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από πλήθος ανθρώπων («πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + μβροτός (πρβλ. τερψί-μβροτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλειστόμβροτος — crowded with people masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλειστόμβροτον — πλειστόμβροτος crowded with people masc/fem acc sg πλειστόμβροτος crowded with people neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek